ἑξηκοστός — sixtieth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξηκοστός — ή, ό (AM ἑξηκοστός, ή, όν, Α και ἐξήκοιστος) 1. αυτός που στη σειρά έχει τον αριθμό εξήντα («ἥκειν ἐς ἑξηκοστὴν ἡμέραν», Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το εξηκοστό(ν) καθένα από τα εξήντα ίσα μέρη ενός συνόλου αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑξηκοστή δασμός… … Dictionary of Greek
ἑξηκοστά — ἑξηκοστός sixtieth neut nom/voc/acc pl ἑξηκοστά̱ , ἑξηκοστός sixtieth fem nom/voc/acc dual ἑξηκοστά̱ , ἑξηκοστός sixtieth fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξηκοστῶν — ἑξηκοστός sixtieth fem gen pl ἑξηκοστός sixtieth masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξηκοστόν — ἑξηκοστός sixtieth masc acc sg ἑξηκοστός sixtieth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξηκοστοῖς — ἑξηκοστός sixtieth masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξηκοστοῦ — ἑξηκοστός sixtieth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξηκοστῆς — ἑξηκοστός sixtieth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξηκοστῇ — ἑξηκοστός sixtieth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξηκοστή — ἑξηκοστός sixtieth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)